- συνωμότων
- συνώμοτοςleagued by oathmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνωμοτῶν — συνωμότης one who is leagued by oath masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνωμοτῶν — συνωμοτῶν , συνωμότης one who is leagued by oath masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία … Dictionary of Greek
συνωμόσιον — τὸ, Α [συνωμότης] 1. αμοιβαίος όρκος εταίρων συλλόγου ή συνωμοτών 2. (απλώς) όρκος … Dictionary of Greek
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek
Κορντέ ντ’ Αρμόν, Σαρλότ — (Charlotte Corday d’ Armont, Σεν Σατιρκέν 1768 – Παρίσι 1793). Γαλλίδα ευγενής, η δολοφόνος του Γάλλου επαναστάτη Ζ.Π. Μαρά. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Νορμανδίας και θαύμαζε τον Πλούταρχο και τον Ρουσό. Υποστήριζε θερμά τις… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… … Dictionary of Greek
Ομπρένοβιτς — Σερβική δυναστεία η οποία εναλλασσόταν στην εξουσία με τη δυναστεία των Καραγιώργεβιτς, μέσα από συνωμοσίες και αιματηρές συγκρούσεις. Ιδρυτής της ήταν ο Μίλος (1784 1860), φτωχός εργάτης που απέκτησε σημαντική περιουσία μετά τον θάνατο (1810)… … Dictionary of Greek